υπεκκαλύπτω

υπεκκαλύπτω
Α
(συν. το παθ.) ὑπεκκαλύπτομαι
αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι από κάτω ή λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐκκαλύπτω «αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπεκκεκαλυμμένον — ὑπεκκαλύπτω uncover from below perf part mp masc acc sg ὑπεκκαλύπτω uncover from below perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”